ItalianoGreco


riflèttere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttere]

1 (pensare) σκέφτομαι, συλλογίζομαι
2 (immagine) αντανακλώ

riflèttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttere]

1 ανακλώ
2 αντικαθρεφτίζω
3 αντανακλώ
4 καθρεφτίζω
5 αντικατοπτρίζω
6 ανταυγάζω

riflèttersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttersi]

1 έχω επιπτώσεις
2 αντικατοπτρίζομαι
3 αντικαθεφτρίζομαι
4 αντανακλώμαι
5 καθρεφτίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---