ripartizióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ripartitˈtsjone]
1 μοιρασιά
2 κατανομή
3 καταμερισμός
4 τομέας
5 μερίδιο
6 μοιράδι
7 διανομή
8 μερίδα
9 τμήμα
10 μοίρασμα
11 διαμερισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ripartitˈtsjone]
1 μοιρασιά
2 κατανομή
3 καταμερισμός
4 τομέας
5 μερίδιο
6 μοιράδι
7 διανομή
8 μερίδα
9 τμήμα
10 μοίρασμα
11 διαμερισμός
permalink
ripartizione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android