ItalianoGreco


ripassàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ripasˈsata]

1 μάλωμα
2 δάρσιμο
3 γυάλισμα
4 σιδέρωμα
5 καθάρισμα
6 ξαναπέρασμα
7 νέα εξέταση
8 πέρασμα με νέο χέρι μπογιάς
9 νέο κοίταγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---