ItalianoGreco


risolùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [risoˈluto]

1 ανυποχώρητος
2 αμετακίνητος
3 απαρασάλευτος
4 ειλικρινής
5 αποφασισμένος
6 ανένδοτος
7 αταλάντευτος
8 αδιάλλακτος
9 αμετάπειστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---