ItalianoGreco


risòlvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈsɔlvere]

διαλύω, αναλύω, λύνω

risolversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈsɔlversi]

1 αποφασίζω
2 μετατρέπομαι
3 αλλάζω
4 καταλήγω
5 γίνομαι
6 αποφαίνομαι
7 σχηματίζω άποψη
8 εξαφανίζομαι (για αρρώστια)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---