ItalianoGreco


risvéglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rizˈveʎʎo]

1 αναπτέρωση
2 αναζωογόνηση
3 ξύπνημα
4 θρησκευτική αφύπνιση
5 αφύπνιση
6 σηκωμός
7 σήκωμα
8 ξυπνημός
9 αναγέννηση
10 έγερση
11 αναβίωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---