ItalianoGreco


ritàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtaʎʎo]

1 ότι έχει απομείνει
2 αποδιαλέγια
3 υπόλοιπα υφάσματος από τόπι
4 αποδιαλεγούδια
5 ρετάλι
6 σκάρτα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---