ItalianoGreco


risvòlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rizˈvɔlto]

1 κάλυμμα ντοκουμέντου
2 παρεπόμενο
3 επιπλοκή
4 εμπλοκή
5 πέτο
6 ρεβέρ παντελονιού
7 μανικέτι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---