Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sabbiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sabbjaˈtore]

1 ματσακονιστής
2 εργάτης που καθαρίζει με αμμοβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sabbiare sabbiatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sabaudo (αρσ. επίθ και ουσ)
sabbatico (επίθ.)
sabbia (θηλ.ουσ)
sabbia (επίθ.)
sabbiare (ρ. μτβ.)
sabbiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sabbiatrice (θηλ.ουσ)
sabbiatura (θηλ.ουσ)
sabbiera (θηλ.ουσ)
sabbione (ουσ αρσ )
sabbioniccio (ουσ αρσ )
sabbioso (επίθ.)
sabina (θηλ.ουσ)
sabotaggio (ουσ αρσ )
sabotare (ρ. μτβ.)
sabotatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sacca (θηλ.ουσ)
saccarasi (θηλ.ουσ)
saccarico (επίθ.)
saccaride (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---