ItalianoGreco


saldatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saldaˈtura]

1 διασύνδεση
2 κολλημένη άρθρωση
3 επούλωση
4 σύνδεση
5 ηλεκτροκόλληση
6 συγκόλληση
7 κόλληση
8 ηλεκτροσυγκόλληση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---