ItalianoGreco


sàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsale]

το αλάτι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sali [αρσ. πλυθ.] da bagno = τα άλατα μπάνιου || sotto sale = παστός [-ή, -ό]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---