ItalianoGreco


saltellìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saltelˈlio]

1 ζωηρό πήδημα
2 σκίρτημα
3 χοροπηδητό
4 αναπήδηση
5 χοροπήδημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---