ItalianoGreco


sbirciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbirˈʧare]

1 καρφώνω το βλέμμα
2 λοξοκοιτάζω
3 ατενίζω
4 κοιτάζω ερευνητικά
5 ρίχνω μια ματιά
6 σαρώνω με τα μάτια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---