sbilàncio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbiˈlanʧo]
1 έλλειψη ισορροπίας
2 ανισορροπία
3 ατέλεια
4 ανεπάρκεια
5 ζημιά επιχείρησης
6 έλλειμμα
7 έλλειψη
8 μειονέκτημα
9 απώλεια
10 ζημιά
11 χάσιμο
12 υπερβολή
13 ελάττωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zbiˈlanʧo]
1 έλλειψη ισορροπίας
2 ανισορροπία
3 ατέλεια
4 ανεπάρκεια
5 ζημιά επιχείρησης
6 έλλειμμα
7 έλλειψη
8 μειονέκτημα
9 απώλεια
10 ζημιά
11 χάσιμο
12 υπερβολή
13 ελάττωμα
permalink
sbilancio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android