ItalianoGreco


scapitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skapiˈtare]

1 υποφέρω απώλεια
2 ζημιώνομαι
3 χάνω
4 είμαι συνήθως χαμένος
5 παθαίνω ζημιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---