scàpito
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskapito]
1 χαμός
2 ζημιά
3 καταστροφή
4 στραπάτσο
5 απώλεια
6 χάσιμο
7 βλάβη
8 χασούρα
9 απώλεια
10 βλάβη νόμιμων δικαιωμάτων
11 καταρράκωση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskapito]
1 χαμός
2 ζημιά
3 καταστροφή
4 στραπάτσο
5 απώλεια
6 χάσιμο
7 βλάβη
8 χασούρα
9 απώλεια
10 βλάβη νόμιμων δικαιωμάτων
11 καταρράκωση
permalink
scapito (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android