ItalianoGreco


schiacciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skjatʧaˈtura]

1 θλίψη
2 λιώσιμο
3 ζούπισμα
4 ζούλημα
5 ζούληγμα
6 ζούλισμα
7 λιωμένο πράγμα
8 καργάρισμα
9 πατικωμένο πράγμα
10 πολτός
11 σύνθλιψη
12 συμπίεση
13 σφίξιμο
14 πάτημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---