ItalianoGreco


schiacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skjatˈʧare]

1 συντρίβω, ζουλίζω
2 (noci) σπάζω
3 (pulsante) πατώ

schiacciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skjatˈʧarsi]

1 συνθλίβομαι
2 συμπιέζομαι
3 ζουλιέμαι
4 τσακώνομαι
5 μαλλιοτραβιέμαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


schiacciare un pisolino = παίρνω έναν υπνάκο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---