ItalianoGreco


schieràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skjeˈrare]

1 παρατάσσω
2 τοποθετώ σε κανονική σειρά
3 συντάσσω
4 φέρνω σε τάξη
5 αραδιάζω
6 αναπτύσσω
7 σχηματίζω παράταξη
8 αντιπαρατάσσω
9 βάζω σε τάξη
10 συγκεντρώνω ή βάζω σε τάξη
11 κλιμακώνω
12 παραθέτω
13 στοιχώ

schierarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skjeˈrarsi]

1 συμπαρατάσσομαι
2 παρατάσσομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---