scissióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃisˈsjone]
1 διαχώριση
2 σκίσιμο
3 σχάση
4 διάσπαση βαρέων πυρήνων
5 διαίρεση
6 τμήση
7 αποχωρισμός
8 σχίσιμο
9 διάσπαση
10 απόσχιση
11 διχοτόμηση
12 διαχωρισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃisˈsjone]
1 διαχώριση
2 σκίσιμο
3 σχάση
4 διάσπαση βαρέων πυρήνων
5 διαίρεση
6 τμήση
7 αποχωρισμός
8 σχίσιμο
9 διάσπαση
10 απόσχιση
11 διχοτόμηση
12 διαχωρισμός
permalink
scissione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android