ItalianoGreco


sciupàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpare]

1 (usurare) φθείρω
2 (sprecare) απαταλώ

sciuparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈparsi]

1 τσαλακώνομαι
2 φθείρομαι
3 εξοντώνομαι
4 ρημάζω
5 σαρακιάζω
6 παλιώνω
7 εκμηδενίζομαι
8 χαλώ
9 παθαίνω ζημιά
10 αφανίζομαι
11 ξεθεμελιώνομαι
12 καταστρέφομαι
13 ξεφτίζω
14 ζημιώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---