ItalianoGreco


sciupìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃuˈpio]

1 απώλεια λόγω σπατάλης
2 διαρροή
3 περιττή δαπάνη
4 ανάλωση
5 απώλεια ενέργειας-απόδοσης
6 σπατάλη
7 φύρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---