ItalianoGreco


scoccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skokˈkare]

1 αστράφτω
2 λάμπω
3 ελευθερώνομαι (για ελατήριο)

scoccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skokˈkare]

1 πυροβολώ
2 εκτοξεύω
3 τινάζω
4 χτυπώ τις ώρες (για ρολόι)
5 πετώ
6 ρίχνω
7 εκτινάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---