ItalianoGreco


scocciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skotˈʧare]

1 απαγκιστρώνω
2 ξαγκιστρώνω
3 γίνομαι φορτικός
4 ενοχλώ
5 στενοχωρώ
6 ξεγαντζώνω
7 σκοτίζω


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mi sono scocciato = βαρέθηκα!



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---