ItalianoGreco


scòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔkko]

1 εκτίναξη
2 εκτόξευση
3 τίναγμα
4 χτύπημα των ωρών ρολογιού
5 εξαπόλυση
6 τουφεκισμός
7 εκσφενδόνιση
8 εκσφενδονισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---