scompósto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skomˈposto]
1 ασυγύριστος
2 ατακτοποίητος
3 ανοικοκύρευτος
4 απεριποίητος
5 ατημέλητος
6 ασύνταχτος
7 ξεκάρφωτος
8 αποσυνδεμένος
9 ασυνάρτητος
10 διαλυμένος
11 διασπασμένος
12 αποσυναρμολογημένος
13 αποσυντεθείς
14 απρεπής
15 άτοπος
16 ακατάστατος
17 κακόγουστος
18 άστοχος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skomˈposto]
1 ασυγύριστος
2 ατακτοποίητος
3 ανοικοκύρευτος
4 απεριποίητος
5 ατημέλητος
6 ασύνταχτος
7 ξεκάρφωτος
8 αποσυνδεμένος
9 ασυνάρτητος
10 διαλυμένος
11 διασπασμένος
12 αποσυναρμολογημένος
13 αποσυντεθείς
14 απρεπής
15 άτοπος
16 ακατάστατος
17 κακόγουστος
18 άστοχος
permalink
scomposto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android