scòmputo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔmputo]
1 μείωση
2 παρακράτηση
3 προαφαίρεση
4 έκπτωση
5 κράτηση (από μισθό)
6 κράτηση μισθού
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔmputo]
1 μείωση
2 παρακράτηση
3 προαφαίρεση
4 έκπτωση
5 κράτηση (από μισθό)
6 κράτηση μισθού
permalink
scomputo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android