sconcézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skonˈʧettsa]
1 μιαρότητα
2 βρομερότητα
3 αχρειότητα
4 χυδαιολογία
5 αθυροστομία
6 χυδαιότητα
7 αχρειολογία
8 γαὶδουριά
9 απρέπεια
10 ακοσμία
11 αισχρότητα
12 αισχρολογία
13 κορδακισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skonˈʧettsa]
1 μιαρότητα
2 βρομερότητα
3 αχρειότητα
4 χυδαιολογία
5 αθυροστομία
6 χυδαιότητα
7 αχρειολογία
8 γαὶδουριά
9 απρέπεια
10 ακοσμία
11 αισχρότητα
12 αισχρολογία
13 κορδακισμός
permalink
sconcezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android