ItalianoGreco


scòrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔrno]

1 ατίμωση
2 ατιμία
3 ξεφτιλισμός
4 εμπτυσμός
5 επιτίμηση
6 ντροπή
7 ντρόπιασμα
8 καταισχύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---