ItalianoGreco


scorrerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skorreˈria]

1 κούρσος
2 κούρσεμα
3 πλιατσικολόγημα
4 λαφυραγωγία
5 δήωσις
6 λεηλασία
7 επιδρομή
8 διαρπαγή
9 διαγούμισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---