ItalianoGreco


scorrazzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skorrattsaˈmento]

1 εκτροπή
2 τριγύρισμα
3 αρμένισμα
4 περιπλάνηση
5 άσκοπη μετακίνηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---