scorrevolézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skorrevoˈlettsa]
1 δυνατότητα ολίσθησης
2 ικανότητα ομαλής κίνησης ή ροής
3 ευχέρεια μάθησης
4 ρευστότητα
5 ευφράδεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [skorrevoˈlettsa]
1 δυνατότητα ολίσθησης
2 ικανότητα ομαλής κίνησης ή ροής
3 ευχέρεια μάθησης
4 ρευστότητα
5 ευφράδεια
permalink
scorrevolezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android