ItalianoGreco


scorrevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skorrevoˈlettsa]

1 δυνατότητα ολίσθησης
2 ικανότητα ομαλής κίνησης ή ροής
3 ευχέρεια μάθησης
4 ρευστότητα
5 ευφράδεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---