scórso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso]
1 αβλέπτημα
2 παράλειψη
3 λάθος
4 παραδρομή
5 αβλεψία
scórso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso]
περασμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso]
1 αβλέπτημα
2 παράλειψη
3 λάθος
4 παραδρομή
5 αβλεψία
scórso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso]
περασμένος (-η, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
l'anno [αρσ.] scorso = πέρυσι
scorso (ουσ αρσ )
scorso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android