ItalianoGreco


scòrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔrta]

1 (di polizia) η αστυνομική φρουρά
2 (riserva) το απόθεμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare scorta = κάνω απόθεμα || αυτοκίνητο ruota [θηλ.] di scorta = auto η ρεζέρβα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---