ItalianoGreco


scoutìsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skawˈtista]

πρόσκοπος

scoutìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skawˈtista]

1 οδηγός (κοπέλα προσκοπίνα)
2 προσκοπίνα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---