ItalianoGreco


scóvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskovolo]

1 μάκτρο
2 ράβδος καθαρισμού
3 ξυλαράκι με μπαμπάκι στην άκρη
4 ταμπόν
5 σφουγγαρίστρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---