Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrittùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skritˈtura]

η γραφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrittrice scritturabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Sacre scritture [θηλ. πλυθ.] = η Άγια Γραφή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scritto (επίθ.)
scrittoio (ουσ αρσ )
scrittore (ουσ αρσ )
scrittorio (αρσ. επίθ και ουσ)
scrittrice (θηλ.ουσ)
scrittura (θηλ.ουσ)
scritturabile (επίθ.)
scritturale (ουσ αρσ )
scritturale (επίθ.)
scritturare (ρ. μτβ.)
scritturazione (θηλ.ουσ)
scritturista (ουσ αρσ και θηλ.)
scrivania (θηλ.ουσ)
scrivano (ουσ αρσ )
scrivente (ουσ αρσ και θηλ.)
scrivente (επίθ.)
scrivere (ρ. μτβ.)
scriversi (ρ.μ. (αντων.))
scriviritto (ουσ αρσ )
scroccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---