Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrivàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skriˈvano]

1 γραφέας
2 επαγγελματίας αντιγραφέας
3 αντιγραφέας
4 υπάλληλος
5 δακτυλογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrivania scrivente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scritturale (επίθ.)
scritturare (ρ. μτβ.)
scritturazione (θηλ.ουσ)
scritturista (ουσ αρσ και θηλ.)
scrivania (θηλ.ουσ)
scrivano (ουσ αρσ )
scrivente (ουσ αρσ και θηλ.)
scrivente (επίθ.)
scrivere (ρ. μτβ.)
scriversi (ρ.μ. (αντων.))
scriviritto (ουσ αρσ )
scroccare (ρ. μτβ.)
scroccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scrocchiare (ρ.αμτβ.)
scrocchio (ουσ αρσ )
scrocco (ουσ αρσ )
scroccone (ουσ αρσ )
scrofa (θηλ.ουσ)
scrofola (θηλ.ουσ)
scrofolosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---