Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscròcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɔkko] 1 ελατηριωτή διάταξη συγκράτησης 2 σελέμιασμα 3 τράκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |