Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscroccatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [skrokkaˈtore] 1 τσαμπατζής 2 τρακαδόρος 3 χαραμοφάης 4 σελέμης 5 αμακαδόρος 6 αμακατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |