Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrofolóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skrofoˈloso], [skrofoˈlozo]

άρρωστος με φυματίωση λεμφαδένων

scrofolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skrofoˈloso], [skrofoˈlozo]

ο της χοιράδωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrofolosi scrofularia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scrocco (ουσ αρσ )
scroccone (ουσ αρσ )
scrofa (θηλ.ουσ)
scrofola (θηλ.ουσ)
scrofolosi (θηλ.ουσ)
scrofoloso (ουσ αρσ )
scrofoloso (επίθ.)
scrofularia (θηλ.ουσ)
scrollamento (ουσ αρσ )
scrollare (ρ. μτβ.)
scrollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scrollata (θηλ.ουσ)
scrollo (ουσ αρσ )
scrosciante (επίθ.)
scrosciare (ρ.αμτβ.)
scroscio (ουσ αρσ )
scrostamento (ουσ αρσ )
scrostare (ρ. μτβ.)
scrostarsi (ρ.μ. (αντων.))
scrostatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---