Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscrofolóso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skrofoˈloso], [skrofoˈlozo] άρρωστος με φυματίωση λεμφαδένων scrofolóso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skrofoˈloso], [skrofoˈlozo] ο της χοιράδωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |