Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscrosciàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skroʃˈʃare] 1 ακούγομαι δυνατά (για γέλια) 2 βροντώ (για χειροκροτήματα) 3 πέφτω ορμητικά (για βροχή) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |