Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrosciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skroʃˈʃare]

1 ακούγομαι δυνατά (για γέλια)
2 βροντώ (για χειροκροτήματα)
3 πέφτω ορμητικά (για βροχή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrosciante scroscio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scrollare (ρ. μτβ.)
scrollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scrollata (θηλ.ουσ)
scrollo (ουσ αρσ )
scrosciante (επίθ.)
scrosciare (ρ.αμτβ.)
scroscio (ουσ αρσ )
scrostamento (ουσ αρσ )
scrostare (ρ. μτβ.)
scrostarsi (ρ.μ. (αντων.))
scrostatura (θηλ.ουσ)
scrotale (επίθ.)
scroto (ουσ αρσ )
scrupolo (ουσ αρσ )
scrupolosamente (επίρ.)
scrupolosità (θηλ.ουσ)
scrupoloso (επίθ.)
scrutabile (επίθ.)
scrutamento (ουσ αρσ )
scrutare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---