Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrupolosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skrupolosiˈta]

1 ευορκία
2 τιμιότητα
3 εντιμότητα
4 ευσυνειδησία
5 αφοσίωση στο καθήκον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrupolosamente scrupoloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scrostatura (θηλ.ουσ)
scrotale (επίθ.)
scroto (ουσ αρσ )
scrupolo (ουσ αρσ )
scrupolosamente (επίρ.)
scrupolosità (θηλ.ουσ)
scrupoloso (επίθ.)
scrutabile (επίθ.)
scrutamento (ουσ αρσ )
scrutare (ρ. μτβ.)
scrutata (θηλ.ουσ)
scrutatore (ουσ αρσ )
scrutatore (επίθ.)
scrutinare (ρ. μτβ.)
scrutinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scrutinio (ουσ αρσ )
scucire (ρ. μτβ.)
scucirsi (ρ.μ. (αντων.))
scucito (επίθ.)
scucitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---