ItalianoGreco


scròscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɔʃʃo]

1 τρίξιμο
2 ξέσπασμα (γέλιων)
3 κροτάλισμα
4 τριζοβόλισμα
5 ραγδαία βροχή
6 χτύπημα της βροχής
7 θόρυβος γέλιων ή χειροκροτημάτων
8 νεροποντή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---