Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscudièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skuˈdjɛro] 1 σταβλάρχης (της αυλής) 2 ακόλουθος ιππότη 3 κύριος (τίτλος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |