Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scudièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skuˈdjɛro]

1 σταβλάρχης (της αυλής)
2 ακόλουθος ιππότη
3 κύριος (τίτλος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scudetto scudisciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scucito (επίθ.)
scucitura (θηλ.ουσ)
scudato (επίθ.)
scuderia (θηλ.ουσ)
scudetto (ουσ αρσ )
scudiero (ουσ αρσ )
scudisciare (ρ. μτβ.)
scudisciata (θηλ.ουσ)
scudiscio (ουσ αρσ )
scudo (ουσ αρσ )
scuffia (θηλ.ουσ)
scuffiare (ρ.αμτβ.)
scugnizzo (ουσ αρσ )
sculacciare (ρ. μτβ.)
sculacciata (θηλ.ουσ)
sculaccione (ουσ αρσ )
sculettare (ρ.αμτβ.)
scultore (ουσ αρσ )
scultoreo (επίθ.)
scultorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---