Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scùffia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskuffja]

1 μεθύσι
2 ξεμυάλισμα
3 έντονη ερωτική τρέλα περαστική
4 σκούφος
5 σκούφια
6 μέθη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scudo scuffiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scudiero (ουσ αρσ )
scudisciare (ρ. μτβ.)
scudisciata (θηλ.ουσ)
scudiscio (ουσ αρσ )
scudo (ουσ αρσ )
scuffia (θηλ.ουσ)
scuffiare (ρ.αμτβ.)
scugnizzo (ουσ αρσ )
sculacciare (ρ. μτβ.)
sculacciata (θηλ.ουσ)
sculaccione (ουσ αρσ )
sculettare (ρ.αμτβ.)
scultore (ουσ αρσ )
scultoreo (επίθ.)
scultorio (επίθ.)
scultrice (θηλ.ουσ)
scultura (θηλ.ουσ)
scuocere (ρ. μτβ.)
scuocersi (ρ.μ. (αντων.))
scuola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---