Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskuro]

1 παραθυρόφυλλο
2 παντζούρι
3 εξώφυλλο παραθύρου

scùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈskuro]

σκούρος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scurità scurrile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


birra [θηλ.] scura = η μαύρη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scurezza (θηλ.ουσ)
scurire (ρ.αμτβ.)
scurire (ρ. μτβ.)
scurirsi (ρ.μ. (αντων.))
scurità (θηλ.ουσ)
scuro (ουσ αρσ )
scuro (επίθ.)
scurrile (επίθ.)
scurrilità (θηλ.ουσ)
scurrilmente (επίρ.)
scusa (θηλ.ουσ)
scusabile (επίθ.)
scusante (θηλ. επίθ και ουσ)
scusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scusarsi (ρ.μ. (αντων.))
scutello (ουσ αρσ )
scuterista (ουσ αρσ και θηλ.)
sdamare (ρ.αμτβ.)
sdaziabile (επίθ.)
sdaziamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---