Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scutèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skuˈtɛllo]

1 μικρό λέπι
2 φολίδα
3 σκαφίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scusarsi scuterista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scusa (θηλ.ουσ)
scusabile (επίθ.)
scusante (θηλ. επίθ και ουσ)
scusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scusarsi (ρ.μ. (αντων.))
scutello (ουσ αρσ )
scuterista (ουσ αρσ και θηλ.)
sdamare (ρ.αμτβ.)
sdaziabile (επίθ.)
sdaziamento (ουσ αρσ )
sdaziare (ρ. μτβ.)
sdebitare (ρ. μτβ.)
sdebitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sdegnare (ρ. μτβ.)
sdegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdegnato (επίθ.)
sdegno (ουσ αρσ )
sdegnosamente (επίρ.)
sdegnosità (θηλ.ουσ)
sdegnoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---