ItalianoGreco


scurrilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skurriliˈta]

1 μιαρότητα
2 προστυχιά
3 χοντροκοπιά
4 εξύβριση
5 αισχρολογία
6 αχρειότητα
7 βωμολοχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---