Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdebitàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zdebiˈtare] απαλλάσσω κάποιον από χρέος sdebitàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zdebiˈtarsi] 1 ξεπληρώνω μια υποχρέωση 2 κάνω κάτι σε ανταπόδοση 3 ανταποδίδω 4 εξοφλώ τα χρέη μου 5 απαλλάσσομαι από υποχρεώσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |