Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdebitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zdebiˈtare]

απαλλάσσω κάποιον από χρέος

sdebitàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zdebiˈtarsi]

1 ξεπληρώνω μια υποχρέωση
2 κάνω κάτι σε ανταπόδοση
3 ανταποδίδω
4 εξοφλώ τα χρέη μου
5 απαλλάσσομαι από υποχρεώσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdaziare sdegnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scuterista (ουσ αρσ και θηλ.)
sdamare (ρ.αμτβ.)
sdaziabile (επίθ.)
sdaziamento (ουσ αρσ )
sdaziare (ρ. μτβ.)
sdebitare (ρ. μτβ.)
sdebitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sdegnare (ρ. μτβ.)
sdegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdegnato (επίθ.)
sdegno (ουσ αρσ )
sdegnosamente (επίρ.)
sdegnosità (θηλ.ουσ)
sdegnoso (επίθ.)
sdentare (ρ. μτβ.)
sdentato (αρσ. επίθ και ουσ)
sdentati (ουσ αρσ πληθ.)
sdentatura (θηλ.ουσ)
sdilinquimento (ουσ αρσ )
sdilinquirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---